οξυντικός

οξυντικός
η , ό[ν] способный производить окисление; окислительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οξυντικός" в других словарях:

  • οξυντικός — ή, ό [οξύνω] 1. ο ικανός να οξύνει, να κάνει κάτι αιχμηρό 2. αυτός που μετατρέπει κάτι σε οξύ 3. αυτός που εκκρίνει οξύ 4. μτφ. α) αυτός που δημιουργεί οξύτητα, που επιτείνει την κρισιμότητα των καταστάσεων β) αυτός που οξύνει το μυαλό. επίρρ...… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»